-
1 τριβή
τρῐβ-ή, ἡ,A rubbing:—mostly metaph.:I rubbing down, wearing away, wasting,τριβᾷ βίου A.Ag. 465
(lyr.);κτεάνων τριβάς Id.Ch. 943
(lyr., sed leg. τριβᾶς); wear and tear of fixtures in a house, BGU1116.26 (i B. C.).II practice, opp. theory, Hp. Praec.1, X.An.5.6.15; study,τ. καὶ ἱστορία τῶν πόλεως πραγμάτων Metrod.Fr.27
, cf. Phld.Rh.1.121 S., Po.5.20, al.; also, mere practice, routine, opp. true art,οὐκ ἔστι τέχνη, ἀλλ' ἄτεχνος τ. Pl.Phdr. 260e
; τριβῇ καὶ ἐμπειρίᾳ, opp. τέχνῃ, ib. 270b, cf. Grg. 463b, Gal.6.143; τριβῇ ζητεῖν, opp. μεθόδῳ, Arist. SE 184b2;τριβὴν ἔχειν τινός Damox. 1.10
, D.S.16.15;τ. ἐν τοῖς πολεμικοῖς ἔχειν Plb.1.32.1
;ἀρετὴν ἔχειν ἐν χρήσει καὶ τριβῇ Plu.Phil.13
;διὰ τῆς ἐν τοῖς ἔργοις σπουδαιοτέρας τριβῆς καὶ συγγυμνασίας Sor.1.3
.III that about which one is busied, the object of care, anxiety, or love,Ορέστην, τὴν ἐμῆς ψυχῆς τριβήν A.Ch. 749
.2 occupation,μειράκιον.. οὐκέτι ἔπεμπες ἐπὶ τὰ διδασκαλεῖα καὶ τὰς προσηκούσας τοῖς νεανίαις τριβάς POxy.471.115
(ii A. D.).IV of Time, spending,οὐ μακροῦ χρόνου τ. S.Ant. 1078
, cf. Fr. 664; ; ἀξίαν τριβὴν ἔχει 'tis time well spent, A.Pr. 639; [βίος] οὐκ ἄχαρις ές τὴν τριβήν a pleasant enough life in the spending, Ar.Av. 156.2 delay, ἐς τριβὰς ἐλᾷ seeks delays, S.OT 1160;πορίζεις τριβάς Ar.Ach. 385
(lyr.); and with the Verb omitted, μὴ τριβὰς ἔτι no more delays, S.Ant. 577;τριβῆς ἕνεκα καὶ ἀνοκωχῆς Th.8.87
;μετὰ τ. πάσης Pl. Ep. 344b
;ὁ πόλεμος τριβὴν λαμβάνει Plb.1.20.9
.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский